Βαφες
Ανάμεσα στα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υφασμάτων συγκαταλέγονται και οι χρωστικές ουσίες για τη δημιουργία των βαφών. Πληροφορίες για τις χρωστικές αυτές και την προέλευσή τους παίρνουμε από γραπτές πηγές, όπως για παράδειγμα τον φιλόσοφο Θεόφραστο ή τον Αριστοτέλη, από ανακαλύψεις χρωμάτων σε αρχαιολογικές εγκαταστάσεις και φυσικά από τα ίδια τα υφάσματα που έχουν διατηρήσει ίχνη χρώματος.
Οι χρωστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα υφάσματα προέρχονται κυρίως από φυτά και ζώα. Εκτός από τις ουσίες που αναφέρονται στα αρχαία κείμενα, πλήθος φυτών έχει χρωστικές ιδιότητες και οι αρχαίοι Έλληνες μπορούσαν να διαλέξουν από μεγάλη ποικιλία απλών, καθημερινών φυτών που χρησίμευαν για τις βαφές στην ελληνική ύπαιθρο ώς τα τελευταία χρόνια. Έτσι λοιπόν φυτά όπως το κρεμμύδι, το χαμομήλι, το ρόδι, αλλά και πολλά άλλα ήταν ανάμεσα στις εύκολες επιλογές.
Χρωστικές από φυτά που μαρτυρούνται στις αρχαίες γραπτές πηγές είναι ο κρόκος (Crocus sativus) που παράγει μια απόχρωση ώχρας, το ριζάρι (ἐρυθρόδανον ή ἐρευθεδανόν, Rubia tinctorum) που δίδει κόκκινη βαφή, η ίσατις (isatis tinctoria) που βάφει μπλε, η βελανιδιά που παράγει αποχρώσεις του καφέ και μαύρου, ένα είδος από θαλάσσιο φύκι (φῦκος, Rochella tinctoria), και η λακχά ή ἄγχουσα (Alkanna tinctoria ή Anchusa tinctoria) που παράγουν κόκκινες και μωβ αποχρώσεις.
Από αυτές η πιο γνωστή και παλαιότερη είναι ο κρόκος (σαφράν). Προέρχεται από τους στήμονες του φυτού που φύεται σε όλη την Ελλάδα και μαρτυρείται για πρώτη φορά στις τοιχογραφίες με τις κροκοσυλλέκτριες της Ξεστής 3 στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης (17ος αι. π.Χ.). Ο κρόκος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην αρχαία Ελλάδα και αυτό το βλέπουμε μέσω των ποικίλων όρων που δηλώνουν ενδύματα βαμμένα στο χρώμα αυτό (κροκωτό ένδυμα φορούν τα κορίτσια που υπηρετούν ως άρκτοι στο ιερό της Βραυρωνείας Αρτέμιδος, επίσης ο διάσημος πέπλος της Αθηνάς που έντυνε το άγαλμά της στην εορτή των Παναθηναίων ήταν βαμμένος με κρόκο και πορφύρα).
Εκτός από τα φυτά όμως, χρωστικές ουσίες έχουν και οι αδένες ορισμένων ζώων, μεταξύ των οποίων το κερμέζι (κόκκος βαφικὴ, Kermococcus vermilio) και η πορφύρα.
Το κερμέζι αναφέρεται από τον Θεόφραστο που εξηγεί πως πρόκειται για ένα ελάχιστο ζωάκι που ζει στα πουρνάρια (Quercus coccifera). Η βαφή αυτή ήταν ιδιαιτέρως αγαπητή στην αρχαιότητα λόγω της λάμψης και της σταθερότητάς της. Από τον αρχαίο όρο κόκκος παράγεται και ο όρος κόκκινο στα νέα ελληνικά. Οι αρχαίες πηγές δίδουν και ένα συνώνυμο του όρου κόκκος, ὕσγη, με τα παράγωγα ὕσγινος και ὑσγινοβαφής.
Η πορφύρα είναι η πιο διάσημη βαφή όχι μόνο της αρχαιότητας, αλλά και ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας. Προέρχεται από έναν αδένα του ζώου που ζει σε τρία διαφορετικά είδη κοχυλιών (Hexaplex trunculus, Bolinus brandaris, Stramonita haemastoma), και η προετοιμασία και εκτέλεση της βαφής είναι δύσκολη και απαιτεί συγκεκριμένη τεχνογνωσία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι στην κλασική περίοδο αναφέρονται στην Αθήνα πορφυροβάφοι και ἁλουργοπώλαι, επαγγελματίες δηλαδή βαφείς που φαίνεται να πουλούσαν και την έτοιμη χρωστική. Η ποσότητα των κοχυλιών που ήταν απαραίτητα για την δημιουργία μικρής ποσότητας βαφής ήταν τόσο μεγάλη, η διαδικασία τόσο πολύπλοκη και χρονοβόρα, αλλά και τα χρώματα που παράγονταν τόσο ποικίλα, λαμπερά και ανεξίτηλα που γρήγορα η πορφύρα κατέστη η πιο ακριβή και πολυτελής βαφή της αρχαιότητας. Τον 4ο αι. π.Χ. ο Δημοσθένης αναφέρει ότι η πορφύρα κόστιζε το βάρος της σε ασήμι, ενώ την βυζαντινή περίοδο πορφυρά υφάσματα προορίζονταν αποκλειστικά για την αυτοκρατορική οικογένεια.
Η χρωστική της πορφύρας δεν μπορεί να βάψει απευθείας γιατί είναι αδιάλυτη στο γλυκό νερό. Πρέπει πρώτα με αναγωγή να περάσει σε μορφή διαλυτή για να μπορέσει να εισχωρήσει στις ίνες και να τις διαποτίσει με τη βαφή. Αυτό επιτυγχάνεται με την προσθήκη αλκαλικών διαλυμάτων και αμμωνίας από παλιά ούρα που αλλάζουν το ph του υγρού σε αλκαλικό, διευκολύνοντας κατ᾽αυτόν τον τρόπο το πέρασμα της χρωστικής ύλης σε διαλυτή μορφή, αλλά άχρωμη. Μόλις οι ίνες που δεν εμφανίζουν σημάδι βαφής, βγουν στο φως και στον αέρα, η χρωστική ουσία οξυδώνεται, ιζηματοποιείται, αρχίζοντας να εμφανίζει το χρώμα, και παραμένει εγκλωβισμένη στο εσωτερικό των ινών, όπου βρίσκεται. Το χρώμα που δημιουργείται με αυτή την διαδικασία είναι ανεξίτηλο και η τελική απόχρωση που θα πάρει εξαρτάται από τον χρόνο επαφής των ινών ή του υφάσματος με το οξυγόνο του αέρα. ‘Οσο περισσότερο χρόνο μένουν σε επαφή με το οξυγόνο, τόσο σκουραίνει η απόχρωση των ινών ή του υφάσματος. Με αλλεπάλληλες εμβαπτίσεις και χρησιμοποιώντας χρωστική είτε από ένα είδος κοχυλιού, είτε μείγμα περισσοτέρων, επιτύγχαναν ευρεία ποικιλία αποχρώσεων από το ροζ μέχρι το μπλε.
Βαφή με πορφύρα έχει ταυτιστεί σε πρωτογεωμετρικά υφάσματα από τα Σταμνά Αιτωλίας (11ος-10ος αι. π.Χ.), σε αρχαϊκά υφάσματα από την Κέρκυρα (7ος αι. π.Χ.), σε υφάσματα της κλασικής περιόδου από την Αττική (Καλύβια, Κεραμεικός, Μαρούσι, 5ος αι. π.Χ) και σε ρωμαϊκά υφάσματα από τον Κεραμεικό (3ος αι. μ.Χ.) και τη Θεσσαλονίκη (4ος αι. μ.Χ.).
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Barber, E. J. W. 1991 Prehistoric Textiles: the development of cloth in the Neolithic and Bronze Age with special reference to the Aegean. Princeton University Press.
Cardon, D. 2003 Le monde des teintures naturelles, Paris, Éditions Belin.
Kardara, Chr. 1974 Βαφή, βαφεία και βαφαί κατά την αρχαιότητα, Hesperia, 43, no. 4, 447-453.