ΛΕΞΗ ΜΑΙΟΥ: Η ΚΟΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ

Κουρά προβάτων source opyrros.wordpress.com.jpg

Με τον ερχομό του Μαΐου και κατά περιοχές και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες μέχρι και τον Ιούλιο γίνεται η κουρά τών αιγοπροβάτων. Δεν είναι μόνο για το μαλλί που θα πάρουμε, αλλά και για την υγεία των ζώων, προκειμένου να αντέξουν στο ηλιακό καύμα τού καλοκαιριού.

Τρία είναι τα ρήματα που χρησιμοποιούνται στην Αρχαιότητα:

 

ΚΕΙΡΩ, ΠΕΚΩ, ΤΙΛΛΩ

 

Ι. Η γλωσσική οικογένεια του κείρω «κόβω, κουρεύω» είναι πολύ διαδεδομένη και στην Παλαιο-ινδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ) και στην ελληνική. Ο ενεστ. προέρχεται μάλλον από έναν αόριστο ἔκερσα> *κέρσω ή *κέρσ-yω

Μερικά αξιοσημείωτα παράγωγα του κείρω:

κέρμα, κορμός, καρτός, κάρθρα, κουρά.

“χλανὶς καρτὴ ἄγραφος παράβολον ἔχο[υσα]·

παιδίου χλανίσκιον λευκόν καρτόν” (IG II39 επ.). Η χλαίνη και το χλανίσκιον είναι καρτά, δηλ. κεκουρευμένα (Ἡσύχ.), οι κλωστές είναι εδώ κουρεμένες, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με άλλα πιο χονδροειδή ενδύματα.

Τα μεταγενέστερα κάρθρα (Διάταγμα του Διοκλητιανού) ή κάρτρα (πάπυροι) είναι ο μισθός τού κουρέα τών ζώων.

Έκφραση ὁ κεκαρμένος ἐν χρῷ, ο κουρεμένος «γουλί».

 

Η κουρά, από την ετεροιωμένη ρίζα τού κείρωκορσ-, το «κούρεμα», για τα μαλλιά, τα γένεια, το μαλλί τών ζώων. Από το κουρά, πλήθος παραγώγων, επιλεκτικά:

Κουρεύςκουρεῖον, όπως και σήμερα. Από εδώ και το κουράζω.

Κουρίας, που έχει κοντά κομμένα μαλλιά.

Κουρίς –ίδος, (μάχαιρακουρίς, που χρησιμεύει στο κούρεμα (Κρατίνος). Άλλη σημασία της, η κομμώτρια, όπως και σήμερα.

Κούρειον, προσφορά τού μαλλιού ενός αρνιού την τρίτη ημέρα της γιορτής τών Απατουρίων, της Κουρεώτιδος. Τα Απατούρια εορτάζονταν από όλους τους Ίωνες, και τους Αθηναίους, κατά τον μήνα του Πυανεψιώνος. Εκεί παρουσιάζονταν και τα μικρά αγοράκια για να εγγραφούν στην φρατρία τους, προσφέροντας και μια τούφα από τα μαλλιά τους. 

 

ΙΙ.Τίλλω τίλ-yω. Αλλά δεν υπάρχει ασφαλής ετυμολογία, ούτε για το τίλοι, από το οποίο θα μπορούσε να είχε προέλθει. Ίσως από το πτίλον, «πτερό», με ανομοίωση τού /π/ σε σύνθετα με ἀπο- περι- παρα- κλπ., π.χ. ἀπο-πτίλλωἀπο-τίλλω. Σημαίνει «αποσπώ, ξεριζώνω» τα μαλλιά, τα γένεια (τιλλοπώγων), τις τρίχες. Απαντάται στον Όμηρο, σπάνιο στην αττική διάλεκτο.

Τίλοι, «τρίχες τών φρυδιών». Τα τίλα, τούφες μαλλιού.

Νακότιλτος, με αποσπασμένη την προβιά (νάκη). Νακοτίλτης, «που κουρεύει το μαλλί τών ζώων».

Τίλτρον (πάπ.), όπως παραπάνω το κάρτρα.

Παρατίλτρια, δούλη που ασχολείται με την αποτρίχωση της κυρίας της.

 

ΙΙΙ. Πέκω< ΠΙΕ *pek-e/o, “ξαίνω, κουρεύω μαλλί, χτενίζω”, εξ ου:

πόκος“ μαλλί προβάτου, προβιά”, από τον Όμηρο ὀπως και το πέκω, και το σημερινό “(μ)ποκάρι” (ήδη από τον 3ο αι. μ. Χ., ποκάριον).

πέκος, μεταγενέστερο, “ἔριον, ξάμμα”, πρβλ. λατ. pecus -oris, «κοπάδι μικρών ζώων» (εξ ου pecunia «χρήματα»).

Αξιοσημείωτα σύνθετα και παράγωγα, πόκυφος «που υφαίνει το μαλλί»,  εἰροπόκοςποκάδες «τούφες μαλλιών», μυκην. pekitiraπέκτρια «η γυναίκα που ξαίνει το μαλλί», πέκτω με το οδοντικό, όπως λατ. pecto και pecten. Από την ίδια ρίζα και η “χτένα” και το “χτένι τού αργαλειού”, κτείς, κτήν –ενόςκτένιον, κτενίζωκτενιστής κλπ. Θέτουμε *ptén-s με μηδενικό φωνηεντισμό και εξαφάνιση του αρχικού π-.