λεξη αυγουστου: ὑδατινα ῥακη
Το ῥάκος (πιο συχνά στον πληθ. ῥάκεα, ῥάκη) σε παλαιότατη εποχή γραφόταν και προφερόταν ϝράκος, στην αιολική διάλεκτο διατηρήθηκε το ϝ, αλλά αποδώθηκε από τους αλεξανδρινούς γραμματικούς ως β (διχειλικό /b/, κάπως σαν το αγγλικό w). Γι᾽ αυτό βλέπουμε στη Σαπφώ βράκος (ῥάκος), βραδίως (ῥαδίως) κλπ.
Συνηθέστερα σημαίνει ό,τι και σήμερα, ράκος, κουρέλι:
Ὀδ. 6.178 δὸς ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι “δος μου ένα παλιοκουρέλι να βάλω πάνω μου”· Ἰσοκρ. L. 9 ἐνίας δ᾽αὐτῶν ἐν ῥάκεσι περιφθειρομένας δι᾽ἔνδειαν, “κατάντησαν να φορούν ράκη, έτσι φτωχειές που είναι”· Καλλίμαχος, Απ. 241.1 αὐτόθεν ἐξ εὐνῆς ὀλίγον ῥάκος αἰθύξασα…, “αφού τίναξε το κουρελάκι που βρισκόταν εκεί στο κρεϐϐάτι…”
Αλλού, όπως στην Σαπφώ (και στους μιμητές της την Αλεξανδρινή εποχή), σημαίνει μακρύ γυναικείο φόρεμα, ἱμάτιον πολυτελές (Ἡσύχιος): Σαπφώ Απ. 57 οὐκ ἐπισταμένα τὰ βράκε’ ἔλκην ἐπὶ τῶν σφυρῶν“ [αυτή η χωριάτισσα] που καλά καλά δεν ξέρει να ρίξει το φόρεμά της στα πόδια της”· Θεόκρ. Εἰδύλλια 28.11 πόλλα δ’ οἶα γύναικες φορέοισ’ ὐδάτινα βράκη, “και νήματα για διάφανα φορέματα γυναικεία”· Καλλίμαχος Απ.295 ὑδάτινον καίρωμα ὑμένεσσιν ὅμοιον [Εὐστάθιος Ὀδ. Η σ. 273 καὶ τὸ Δηλίων ὕφασμα ὑδάτινον καίρωμα] ”πυκνοϋφασμένο και λεπτό σαν μεμβράνη”, βλ. και Ἀντίπατρο στην A. Pal. ix. 567 ὑδατίνους φορέουσα βραχίονας. Μήπως όμως αντί για διάφανο, σαν το νερό, πρέπει να σκεφτούμε “κυματιστό”, σαν το ρυάκι που κυματίζει από την αύρα ή σαν τα κύματα τής θάλασσας;
Σημ. Ενώ η ετυμολογία φαίνεται να είναι για το ῥάκος κοινή, σημασιολογικά οι δύο έννοιες διίστανται. Στο ὑδάτινος δεν χρειάζεται να σταθούμε, ὕδωρ, --ατος> ὑδάτ-ινος.