ΛΕΞΗ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ: ΓΑΜΗΛΙΩΝ

MET Amasis lekythos wedding_0.jpg

Βρισκόμαστε στα μέσα τού αττικού μήνα Γαμηλιῶνος. Φυσικά από το γαμήλιος, και τούτο από το γάμος, τον πανάρχαιο αυτόν κοινωνικό θεσμό που ως τέτοιον αδυνατούμε να βρούμε τις αρχικές του ρίζες, καμμία από τις γνωστές νομοθεσίες δεν ιδρύει τον θεσμό, αν και όλες ασχολούνται με αυτόν, τα αποτελέσματά του, τις προϋποθέσεις, τα κωλύματα κ.λπ. Ο όρος από το ενεργ. γαμέ-ω «παίρνω ως σύζυγο μια γυναίκα, την παντρεύομαι»· παθ. «παίρνω άνδρα, τον παντρεύομαι». Δεν υπάρχει γνωστή και κοινώς αποδεκτή ετυμολογία, ούτε κοινή λέξη στα παλαιά Ινδοευρωπαϊκά.

Δύο ήταν οι χαρακτηριστικές στιγμές στον αττικό γάμο. Η πρώτη, η ἐγγύη, ήταν η παρουσίᾳ μαρτύρων υπόσχεση γάμου και η συνομολόγηση των δώρων, ἔδναφερνήπροίξ. Η δεύτερη, η ἔκδοσις, ήταν η παράδοση από τον έχοντα την κυριεία, την εξουσία δηλ. επί της μελλόνυμφης ως κύριός της, συνήθως τον πατέρα της, στον γαμβρό την ημέρα της τελετής.

Συμβολικά υπονοείται ο γάμος, από ποιητές κυρίως, τραγικούς κ. ά., με την λέξη εὐνὴ ή λέκτρον «κρεββάτι», που σε αγγεία παρουσιάζεται πλούσια στολισμένο με διάφορα υφάσματα. 

Στην γαμήλιο τελετή οι νύφες συνήθιζαν να φορούν ἱμάτιον ριγμένο στον χιτῶνα, και να καλύπτουν με αυτό το κεφάλι τους. Βλ. την παράσταση του Άμασι στη λήκυθο του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης που απεικονίζει δυο ζευγάρια καθ’οδόν για ή επιστρέφοντας από την τελετή του γάμου, 550-530 π.Χ.

Ρήμα ἕννυμιεἵνυμι< * ϝεσ-νυ-μι, «ενδύομαι, ντύνομαι». Η Ινδοευρωπαϊκή αυτή κοινή ρίζα *w-es, ίσως ανεπτυγμένη μορφή τού λατ. ind-uo, ex-uo, «ντύνομαι, ξεντύνομαι». Πολλά τα σύνθετα (π.χ. ἀμφιέννυμιἀμφίεσις) και τα παράγωγα, μεταξύ των οποίων το εἷ-μα < *wes-m⁠, συνήθως στον πληθ., τα εἵματα «τα ρούχα». Από αυτό, το εἱμάτιον/ἱμάτιον και περαιτέρω ἱματίδιονἱματιοθήκηἱματισμός κ.λπ.